- σειριόκαυτος
- -ον, Α(κατά τον καιρό τής επιτολής τού αστέρα Σειρίου) αυτός που έχει καεί από τον ήλιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < Σείριος + καυτός (< καίω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σειριόκαυτος — scorched by the dog star masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)